- απαράγραπτος
- -η, -ο (Α ἀπαράγραπτος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί ή να αγνοηθεί, ο αναφαίρετος, ο απαράβατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαράγραπτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραγράψει, να καταργήσει: Ο ελληνισμός έχει απαράγραπτα δικαιώματα στο Αιγαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάγραπτος — και φτος, η, ο [διαγράφω] αυτός που δεν διαγράφτηκε ή δεν μπορεί να διαγραφτεί, απαράγραπτος, ακατάλυτος … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱԿԱՍԱԳԻՐ — ( ) NBH 1 0225 Chronological Sequence: 8c ա. Անթերի յօրինուածով գծագրեալ. *Աստուածատեսակ առաքինութեանն անպակասագիր նկարագրութիւնն բարւոք նմանութեամբ. Դիոն. եկեղ. ՟Դ. յն. ἁπαράγραπτος զոր ոմանք իմանան իբր ἁπαράγραφος այսինքն անպարագիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)